- ὀνομαζομένους
- ὀνομάζωspeak of by namepres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεζικός — ή, ό, ΝΜΑ [πεζός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους πεζούς στρατιώτες (α. «ὅπλα πεζικά» β. «πεζική δύναμη») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πεζικό(ν) μάχιμο σώμα τού στρατού ξηράς, το πολυαριθμότερο και ένα από τα πιο βασικά όπλα του αρχ. 1. οι… … Dictionary of Greek
ταύρειος — α, ο / ταύρειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταύριος, ον και ταύρεος, έα, ον και ποιητ. τ. θηλ. ταυρείη Α [ταῡρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ταύρο ή προέρχεται από ταύρο, βοδινός, βοϊδήσιος (α. «ταύρειο δέρμα» β. «ταύρεια κέρατα», Σοφ.) μσν. το θηλ … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Άργους — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άργους στεγάζει ευρήματα από τη μεσοελλαδική εποχή (2000 1600 π.Χ.) έως και τον 6ο αι. μ.Χ., αψευδείς μάρτυρες της συνεχούς κατοίκησης της περιοχής της Αργολίδας αλλά και της πόλης του Άργους ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Ο… … Dictionary of Greek
Μποτιτσέλι, Σάντρο Φιλιπέπι — (Sandro Filipepi detto il Botticelli, Φλωρεντία περ. 1445 – 1510). Ιταλός ζωγράφος. Εργάστηκε ίσως πρώτα κοντά σε κάποιο χρυσοχόο αλλά μαθήτευσε, όπως αναφέρει ο Βαζάρι, στο ζωγραφικό εργαστήριο του Φρα Φιλίπο Λίπι. Την πληροφορία επιβεβαιώνει… … Dictionary of Greek
Ταρχανιώτης — Επώνυμο Βυζαντινών. Η οικογένεια Τ. ανέδειξε πολλούς συγγραφείς. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Βασίλειος. Έζησε τον 11o αι. Ήταν επικεφαλής της δεξιάς φάλαγγας του στρατού του Μιχαήλ του Στρατιωτικού, στη μάχη που έγινε στη Νίκαια (1057) με τον… … Dictionary of Greek